- στωμυλιοσυλλεκταδης
- στωμυλιοσυλλεκτάδηςστωμῠλιο-συλλεκτάδης-ου (ᾰ) ὅ собиратель сплетен Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στωμυλιοσυλλεκτάδης — ὁ, Α αυτός που συλλέγει φλυαρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός σχηματισμός < στωμύλος «φλύαρος» + αμάρτυρο στην Αρχαία *συλλέκτης (< συλλέγω, πρβλ. επίλεκτης) + επίθημα άδης (πρβλ. γενν άδης)] … Dictionary of Greek
στωμυλιοσυλλεκτάδη — στωμυλιοσυλλεκτάδης gossip gleaner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)